- σίγνον
- σίγνονsignumneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σίγνον — τὸ, ΜΑ ανδριάντας, άγαλμα μσν. (στο Βυζάντιο) η σημαία τών εξκουβιτώρων, τού σώματος τής φρουράς τού εσωτερικού τών βυζαντινών ανακτόρων αρχ. ο τόπος στρατοπέδου στον οποίο τοποθετούσαν σημαίες και ο οποίος χρησίμευε και ως αποθήκη ή φυλακή.… … Dictionary of Greek
σίγνα — σίγνον signum neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίγνοις — σίγνον signum neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίγνου — σίγνον signum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίγνων — σίγνον signum neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίγνῳ — σίγνον signum neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BAND — Persis fascia est, ex Graeco Βάνδον postremi Imperii, quod a Latino factum Pandum, παραπέτασμα. Unde Bandum, pro vexillo. Glossae, Bandon, σίγνον, vide infra. Et Franco celtae Bandam pro fascia hodieque dicunt, ac bandare, pro fasciare: quod a… … Hofmann J. Lexicon universale
σιγνοφόρος — ὁ, Μ (για ιερείς επαίτες) εικονοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίγνον «σημαία» + φόρος*] … Dictionary of Greek
σιγνοφύλαξ — ακος, ὁ, Μ φύλακας τής σημαίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίγνον «σήμα, ποίκιλμα» + φύλαξ (πρβλ. σκευο φύλαξ)] … Dictionary of Greek
σιγνόχριστον — τὸ, Μ σταυρός στο αέτωμα οικήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίγνον «σήμα, σημαία» + Χριστός] … Dictionary of Greek